Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

мокрый - το χιονόνερο

  • 1 снег

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снег

  • 2 снег

    -а (-у), προθ. о снеге, в снегу, πλθ. снега α. το χιόνι•

    хлопья -а νιφάδες (τουλούπες) χιονιού, χιονον ιφάδες•

    мокрый снег χιονόνερο, νερόχιονο, χιονόβροχο: таяние -ов λιώσιμο των χιονιών•

    выпал снег έπεσε χιόνι•

    снег вдет χιονίζει•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    вечный снег αιώνια χιόνια•

    очистить от -а καθαρίζω από το χιόνι• εκχιονίζω.

    εκφρ.
    как прошлогодный снег нужен – δε μου χρειάζεται καθόλου, μου είναι τελείως άχρηστο•
    как на голову упасть – μου έρχεται τελείως απρόοπτα, ανεπάντεχα.

    Большой русско-греческий словарь > снег

  • 3 падать

    ρ.δ.
    1. πέφτω•

    падать на змлю πέφτω στη γη•

    падать с лошади πέφτω από το άλογο.

    || κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•

    -ет туман πέφτει ομίχλη•

    выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•

    зубк -ют τα δόντια πέφτουν•

    ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.

    || επιρρίπτομαι•

    тень -ет πέφτει σκιά•

    свет -ет πέφτει φως.

    || ρίχνομαι•

    падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•

    -на колени πέφτω στα γόνατα.

    || γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.
    2. ρίχνω•

    -ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.

    3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•

    -ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.

    4. μτφ. υποπίπτω•

    на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.

    5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•

    ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•

    давление -ет η πίεση ελαττώνεται•

    цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•

    авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.

    6. ξεπέφτω ηθικά.
    7. χάνω τη σημασία, την αξία•

    падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.

    8. ψοφώ.
    9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).
    εκφρ.
    падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•
    падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου.

    Большой русско-греческий словарь > падать

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»